Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017


«Νευρικοί εραστές 2 ½» και ΝΑΙ «ΜΗ πιστεύετε ό,τι βλέπετε»! Είδαμε και σχολιάζουμε.

Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου
 3009 Views

«Νευρικοί εραστές 2 ½» 
 «Νευρικοί εραστές 2 ½» και ΝΑΙ… «ΜΗ πιστεύετε ό,τι βλέπετε»! Είδαμε και σχολιάζουμε.
Σπάνια ο υπότιτλος ή το σλόγκαν αν θέλετε μιας παράστασης, ανταποκρίνεται τόσο εύστοχα στο περιεχόμενό της. Σπάνια επίσης μια κωμωδία που μοιάζει συμβατική με κοινότοπο θέμα, έρχεται στο φινάλε να ανατρέψει τα πάντα και να σε κάνει να τη συζητάς φεύγοντας. Σπάνια τέλος διακρίνεις τις έντιμες προθέσεις του δημιουργού για βαθύτερο, ουσιαστικότερο ψάξιμο στα «ενδότερα», κάτω από την κωμική επιφάνεια και πέρα από τις όποιες αδυναμίες. Αυτά τα «σπάνια» λοιπόν συναντήθηκαν στην παράσταση «Νευρικοί εραστές 2 ½» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Άνθιμου Κατιρτζόγλου, της οποίας την πρεμιέρα παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Σοφούλη. Μια, ομολογουμένως, περιπετειώδης πρεμιέρα με αλλαγές χώρου και ημερομηνίας, που προφανώς δοκίμασε τις αντοχές των… ήδη «Νευρικών εραστών»!
Οι οποίοι δεν είναι παρά ένα παντρεμένο ζευγάρι, που επισκέπτεται δικηγόρο για την έκδοση διαζυγίου. Έναν δικηγόρο αντισυμβατικό, που πέρα από λάτρης της τέχνης και φανατικός του Νίτσε και των θεωριών του, αρέσκεται να «υποκαθιστά» και τον ψυχολόγο. Ενώπιόν του το ζευγάρι θα ξετυλίξει όλο το κουβάρι της προβληματικής του σχέσης που οδηγεί στον χωρισμό, ξεκινώντας από τη γνωριμία τους και φθάνοντας στο τραυματικό παρόν, όπου θα αποκαλυφθούν τα προσωπικά αδιέξοδα καθενός, ο καταλυτικός ρόλος μιας αυταρχικής μάνας, η εμπλοκή μιας ύπουλης φίλης, η επίδραση των κοινωνικών στερεότυπων και της σύγχρονης τεχνολογίας, το τραύμα ενός παιδιού χαμένου σε δυστύχημα… Άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με ένταση, η ζωή του ζευγαριού θα «δραματοποιηθεί» στο δικηγορικό γραφείο, μέχρι που μια εντελώς απρόσμενη… «ονειρική» αποκάλυψη/ ανατροπή, θα «αναποδογυρίσει» όλη την πλοκή, σαν οι ήρωες να έβλεπαν τους εαυτούς τους παραμορφωμένα είδωλα σε καθρέφτη… Και διαπιστώνεις ότι τίποτα από όσα έβλεπες δεν ήταν όπως φαίνονταν…
Αναμφίβολα και πέρα από αδυναμίες που θα αναφερθούν παρακάτω, το πρώτο, δυνατό στοιχείο της παράστασης (+) ήταν το έργο του Α. Κατιρτζόγλου, ως σύλληψη ιδέας και ως σεναριακή ανάπτυξη, διαθέτοντας κάποια πολύ ενδιαφέροντα θεατρικά στοιχεία. Ήτοι ολοκληρωμένο και ευδιάκριτο θέμα, συνοχή στην εξέλιξη των γεγονότων, εναλλαγές μεταξύ κωμικού- δραματικού, βαθύτερες αναζητήσεις - προβληματισμούς και ένα ιδιαίτερα ανατρεπτικό φινάλε, που «πιάνει» τον θεατή εξ απήνης και καταφέρνει να απασχολεί το μυαλό του για πολύ… Μια όντως ευρηματική ιδέα ως κατάληξη της πλοκής, που δικαιώνει τον όρο «μαύρη κωμωδία» και αφήνει μια πικρή, μυστηριώδη αίσθηση να αιωρείται μαζί με έναν εσωτερικό προβληματισμό, ως επακόλουθα του γέλιου που προηγήθηκε… Το οποίο γέλιο προκύπτει είτε από ρεαλιστικές, χιουμοριστικές ατάκες, είτε από μικρά έξυπνα ευρήματα, είτε από την υπερβολή κάποιων ελαφρώς «γκροτέσκο» χαρακτήρων (δικηγόρος και μάνα)- σωστά ενσωματωμένων στη συνθήκη του έργου- είτε από κάποιες «ευκολίες» που θα σχολιάσουμε… Γενικότερα μια καλογραμμένη κωμωδία που επιχειρεί να διαπεράσει την επιφάνεια του «φαίνεσθαι» με τρόπο απρόβλεπτο.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, ο Α. Κατιρτζόγλου, αν και κινήθηκε κατά βάση συμβατικά, διαχειρίστηκε ωστόσο αξιοπρεπώς την παράσταση, με ζωντανό ρυθμό και αλάνθαστο συγχρονισμό, με σωστή αξιοποίηση της χωροταξίας στη σκηνή, με έμφαση στην κωμικότητα, με σαφήνεια στις αναδρομές στο παρελθόν (φλας μπακ), προσφέροντας εναλλαγές, χιουμοριστικά ή φορτισμένα στιγμιότυπα, συναίσθημα και γέλιο. Και μια υποβόσκουσα- αν και αμφιλεγόμενη διάθεση «σατιρικής αποδόμησης» του έργου από πλευράς του, με δυο-τρία χιουμοριστικά γκάγκς…  Παρότι επένδυσε λίγο παραπάνω στην υπερβολή ή αφέλεια των χαρακτήρων, εντούτοις στο φινάλε δικαιώνεται για την επιλογή του, καθώς διαμορφώνεται μια «άλλη» συνθήκη και πλέον όσα προηγήθηκαν τα βλέπεις «αλλιώς»… Δυστυχώς δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε τίποτα παραπάνω για την έκπληξη της παράστασης, που η απήχησή της ήταν εμφανής στα «ωωω» των εκδηλωτικών θεατών!
Πολύ καλοί στις υποκριτικές επιδόσεις τους, κυρίως οι: Α. Κατιρτζόγλου στο ρόλο του συζύγου, συνδυάζοντας άνεση, ολοκάθαρη εκφορά του λόγου, φυσικότητα ή κωμικότητα με ένταση και πάθος σε ισορροπημένες δόσεις και αν κάτι του συστήναμε θα ήταν λίγη παραπάνω εσωτερικότητα όταν η ερμηνεία το απαιτεί. Επίσης αποτελεσματικός και με περαιτέρω δυνατότητες ο Δημήτρης Ελιάς  στον απαιτητικό, αβανταδόρικο και ρόλο- κλειδί του δικηγόρου, καθώς έπρεπε να αποδώσει ιδιαίτερα ή αντιφατικά χαρακτηριστικά και τα κατάφερε πολύ ικανοποιητικά, παρά τις μικρές στιγμές αμηχανίας. Πληθωρική η Έλενα Κωνσταντινίδουστον  ρόλο της αυταρχικής μάνας με μια «σουρεαλιστική» πινελιά, με εμφανή σκηνική άνεση και εμπειρία, έντονο ταμπεραμέντο, πλήρη ετοιμότητα, εκφραστικότητα, πηγαίες αντιδράσεις. Ελαφρώς πιο αδύναμοι ή ίσως άπειροι οι υπόλοιποι, όπως η σύζυγος (Σμαράγδα Τζούμα) που παρά τη φιλότιμη προσπάθεια και προσήλωση, η υπερβολή της επισκίασε ελαφρώς την πειστικότητα ή η φίλη και  η γραμματέας που έμοιαζαν τρακαρισμένες και κάπως εκτός κλίματος.
Στα θετικά θα σημειώσουμε επίσης τις εύστοχες μουσικές επιλογές και τις εναλλαγές των φωτισμών στα πολλαπλά φλας μπακ, ενώ λειτουργικό θα χαρακτηρίζαμε το σχετικά απλό σκηνικό και κατάλληλα τα κοστούμια, με μόνες ενστάσεις αισθητικής σε κάποιες λεπτομέρειες, όπως πχ, το «περιτύλιγμα» του γραφείου ή τα παπούτσια του δικηγόρου ή κάποιες στυλιστικές επιλογές της μάνας…
Μιλώντας για αδυναμίες (-) σε συγγραφικό επίπεδο, θα πούμε ότι εντοπίσαμε δυο-τρία σημεία που καθόλου δεν χρειαζόταν ένα έργο γενικά καλογραμμένο και εμπνευσμένο. Όπως η φλυαρία ή κάποιες επαναλήψεις που σε ορισμένα σημεία πλατείασαν, αντί των πιο σφιχτών διαλόγων/ σκηνών… ή κάποιες «ευκολίες» στο χιούμορ με πιασάρικες ατάκες και τραβηγμένες σε μάκρος σκηνές σαν αυτήν του Survivor και τον διάλογο περί καρύδας…  ή 2-3 εμβόλιμα στιγμιότυπα εκτός κλίματος «σατιρίζοντας» χαριτωμένα ένα έργο με βαθύτερη στόχευση, πέραν του επιφανειακού ή εύκολου γέλιου… Αδύναμα στοιχεία που πρόβαλαν  με ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση, όταν έφτασε η εξαιρετικά συμπυκνωμένη σε νόημα σκηνή της ανατροπής.  Από άποψη σκηνοθεσίας, παρά την επάρκεια, αυτά που μας έλειψαν ήταν η σκοτεινή ατμόσφαιρα μιας μαύρης κωμωδίας, αλλά κυρίως η τόλμη και φαντασία, σε ένα έργο με εξαιρετικές δυνατότητες που τα «ζητούσε», θαρρείς επιτακτικά και με τη συνδρομή τους θα μπορούσε να απογειωθεί σε καλλιτεχνικό επίπεδο… Σαν τη γεύση που άφησε σοφά το συναισθηματικό, ατμοσφαιρικό φινάλε, και θα θέλαμε να αναδειχθεί λίγο παραπάνω…
Καταλήγοντας (=) και μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο, ομολογώ ότι στον τελικό απολογισμό «ξέχασα» τις αδυναμίες, γιατί πέρα από το όποιο γέλιο, έμεινα στην ουσιαστική αναζήτηση και έντιμη προσπάθεια ενός δημιουργού, που με έκανε να συζητώ για την παράστασή του και να θέλω να την ξαναδώ, καθώς γνωρίζοντας τώρα το τέλος της, είναι σίγουρο ότι θα την έβλεπα «αλλιώς» εξ αρχής…